- μεροφά(γ)ι
- το :μεραδούλι-μεροφάγι жить одним днём, что заработал, то и проел
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημεροφάγι — το το μεροφα(γ)ι, ποσότητα που αρκεί για τη διατροφή για μία μόνο μέρα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φαγί (< φαΐ), πρβλ. απο φάγι, προσ φάγι] … Dictionary of Greek